- κλήω
- κλῄω (Α)(παλ. αττ. τ. τού κλείω) βλ. κλείνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλῄω — κλείω 1 shut pres subj act 1st sg (attic) κλείω 1 shut pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλειστος — η, ο (Α ἄκλειστος, ον και ἄκληστος) αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος «άφησε την πόρτα άκλειστη» «ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.) νεοελλ. 1. ο ασυμπλήρωτος «έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα» 2. (λογαριασμός) για τον οποίο … Dictionary of Greek
κλήσκω — κλῄσκω (Α) κλείνω, περιορίζω, φυλακίζω («κλῄσκεται εἰς φυλακήν», Απόκρ. Πράξ. Ανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῄω + εναρκτικό επίθημα σκω] … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
ποτικλάγω — και ποτικλαίγω και ποτικλάϊγω και ποτικλαΐγω Α (δωρ. τ.) (ως αμτβ.) συνδέομαι, συνάπτομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλᾴγω (< θ. κλᾳγ , με ουρανικό, πρβλ. αόρ. ἔ κλᾳξ α, μέλλ. κλᾳξ ῶ τού κλᾴζω/ κλῄζω, μτγν. τ. τού… … Dictionary of Greek
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek
klēu- (also klĕ u-?) and klāu- — klēu (also klĕ u ?) and klāu English meaning: hook; hooked branch or piece of wood, etc.. Deutsche Übersetzung: perhaps actually “Haken, krummes Holz or Astgabel, Pflöckchen”, verbal einerseits “anhaken (sich anklammern), hemmen,… … Proto-Indo-European etymological dictionary